- έγχυμα
- το (AM ἔγχυμα)(για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανοαρχ.(για δοχείο)1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο2. είδος γλυκίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγχυμα — ἔγχῡμα , ἔγχῡμος moistened neut nom/voc/acc pl ἔγχυμα instillation neut nom/voc/acc sg ἔγχυμος moistened neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχυμάτων — ἔγχυμα instillation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύματα — ἔγχυμα instillation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύματι — ἔγχυμα instillation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχύματος — ἔγχυμα instillation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγχυμα 2. αυτός που εμφανίζεται σε έγχυμα … Dictionary of Greek
mesénquima — ► sustantivo masculino ANATOMÍA Tejido conjuntivo del embrión a partir del cual se forman los vasos sanguíneos y linfáticos, y los músculos. * * * mesénquima. (De meso y el gr. ἔγχυμα, infusión, inyección). m. Anat. Tejido conectivo embrionario,… … Enciclopedia Universal
έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα … Dictionary of Greek
εγχυματίζω — (AM ἐγχυματίζω) 1. χύνω μέσα, ενσταλάζω 2. ιατρ. παρασκευάζω έγχυμα με εμβολή οργανικής ουσίας σε θερμό νερό αρχ. 1. εγχέω 2. ιατρ. θεραπεύω με εγχύσεις … Dictionary of Greek
εγχυματογενής — ές αυτός που προήλθε από έγχυμα … Dictionary of Greek